- ηλιόμετρο(ν)
- το астр. гелиометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλιόμετρο — Αστρονομικό όργανο. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μικρών γωνιών στην ουράνια σφαίρα. Την ιδέα της κατασκευής του η. διατύπωσε για πρώτη φορά το 1675 ο Δανός αστρονόμος Ο. Ράιμερ, αλλά ο τελικός σχεδιασμός του έγινε από τον Άγγλο οπτικό Τζ.… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιομετρία — η αστρον. η καταμέτρηση τής φαινομένης διαμέτρου τού ήλιου με το Ηλιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliometry < helio (πρβλ. ηλιο *) + metry (πρβλ. μετρία < μέτρης < μέτρο)] … Dictionary of Greek
ηλιομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλιομετρία ή στο ηλιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliometrique < helio (πρβλ. ηλιο *) + metrique (πρβλ. μετρικός)] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
Φραουνχόφερ, Γιόζεφ φον — (Fraunhofer, 1787 – 1826). Γερμανός οπτικός και φυσικός. Σπούδασε φυσικές και μαθηματικές επιστήμες, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως κατασκευαστής γυαλιών. Ως υπότροφος του εκλέκτορα της Βαβαρίας, ο Φ. εργάστηκε στο εργοστάσιο οπτικών οργάνων στο… … Dictionary of Greek